Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωμότης — ἐπωμότης, ὁ (Α) πρόσθετος μάρτυρας που δίνει ένορκη κατάθεση … Dictionary of Greek
ἐπωμότας — ἐπωμότᾱς , ἐπωμότης additional juror masc acc pl ἐπωμότᾱς , ἐπωμότης additional juror masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)